σκότισμα

σκότισμα
το, Ν [σκοτίζω]
ο σκοτισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκότισμα — το βλ. σκοτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζόφωμα — ζόφωμα, τὸ (Μ) [ζοφώ] το σκοτάδι ή το σκότισμα …   Dictionary of Greek

  • σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκοτισμός — σκοτισμός, ο και σκότισμα, το 1. σκοτείνιασμα. 2. ζάλισμα, ενόχληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”